επικλέπτω

επικλέπτω
ἐπικλέπτω (AM) [κλέπτω]
μσν.
1. υποκλέπτω
2. παθ. ἐπικλέπτομαι
παρασύρομαι ασυναίσθητα
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) «ἐπικλέπτοιτο
ἐπιθυμοίη».

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • επίκλοπος — ἐπίκλοπος, ον (AM) [επικλέπτω] 1. δόλιος, πανούργος, κατεργάρης («ὑπεροπῆά τ’ ἔμεν καὶ ἐπίκλοπον», Ομ. Οδ.) 2. πονηρός, απατηλός σε κάτι («ἀλλά τις ἀρτιεπὴς καὶ ἐπίκλοπος ἔπλεο μύθων», Ομ. Ιλ.) 3. αυτός που χειρίζεται κάτι με επιδεξιότητα (α.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”